- ἄτῃσι
- ἄτῃσιἄ̱τῃσι , ἄτηbewilderment: fem dat pl (epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Ἄτῃσι — Ἄτη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτῃσι — ἄ̱τῃσι , ἄτη bewilderment fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξάγω — ΜΑ [εξάγω] 1. άγω, οδηγώ κοντά σε κάτι ή μακριά από κάτι 2. παροδηγώ, παραπλανώ, αποπλανώ («πολλῇσίν μ ἄτῃσι παρέκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.) 3. εξάγω, εξέλκω («τὰ βέλη παρεξάγουσιν», Θεοφύλ.) 4. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ («τοῡ Λευὶ τῷ τῆς… … Dictionary of Greek